• https://i8.streams.ovh/sc/memmosradiokritika/stream
  • ΚΡΗΤΙΚΗ - ΠΑΡΑΔΟΣΗ

  • https://i8.streams.ovh/sc/memmosradiokritika/stream
  • ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Αλέκος Πολυχρονάκης ο Ξενύχτης της Αποσπερίδας!

Κοινοποίηση

Ακολουθεί μια συνέντευξη του Αλέκου Πολυχρονάκη το 2014!

«Εκεί που βρίσκεται σήμερα η πρώτη κολώνα του Μουσείου της Ακρόπολης λειτουργούσε παλιότερα, επί 18 συνεχή χρόνια, το κρητικό κέντρο «Αποσπερίδα». Σ΄ αυτό το κέντρο ξενυχτούσα κι εγώ επί 18 συνεχή χρόνια. Από το 1980 μέχρι και το 1998…»

Ο λυράρης Αλέκος Πολυχρονάκης έχει τον λόγο. Στο μετόχι του, όπως το χαρακτηρίζει, στο μόνιμο σπίτι του, στο Λαγονήσι, 500 μέτρα από τα νερά του Σαρωνικού, θυμάται αυτά τα 18 χρόνια, που η «Αποσπερίδα» γέμιζε ακόμη και τις καθημερινές. Νύχτες και νύχτες, δίπλα στην Ακρόπολη, στο κέντρο της Αθήνας, γεμάτες κρητική μουσική και διασκέδαση μέσα σε παραδοσιακή ατμόσφαιρα.

Ο Αλέκος Πολυχρονάκης από το 1998 και μετά δεν απόκτησε πλέον μόνιμο στέκι σαν λυράρης. Αποσύρθηκε στο Λαγονήσι, αλλά δεν σταμάτησε να εμφανίζεται, κυρίως σε γάμους στην Κρήτη, αλλά και σε κρητικά κέντρα διασκέδασης και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις.

-Πώς είναι η ζωή σου εδώ στο μετόχι σου, όπως λες;

-«Ήσυχη και αγροτική, θάλεγα, Καλλιεργώ 1000 τετραγωνικά μέτρα, έχω τα φρέσκα λαχανικά μου, μαρούλια, κρεμμύδια, ντομάτες, έχω 100 ρίζες αγριοαγγινάρες, όλα φρέσκα, και το κυριότερο δεν έχω άγχος. Περνώ ήσυχα και ωραία, σαν συνταξιούχος πλέον, με πολλούς και καλούς φίλους παρέα»…

(Mε τον Γιάννη Ζαμπουλάκη).

Στην Λεωφόρο Σουνίου, στο ύψος του 37ου χιλιομέτρου, βρίσκεται το μετόχι του Αλέκου Πολυχρονάκη. Πώς βρέθηκε εκεί;

-«Πάνε σχεδόν 30 χρόνια. Ήθελα ν΄αγοράσω εκείνη την εποχή ένα τροχόσπιτο. Το κόστος του: 1.200.000 δραχμές. Πολλά μου φανήκανε… Ενδιαφέρθηκα και για οικόπεδο. Το στρέμμα 1.200.000 δραχμές. Ίδια λεφτά. Είπα καλύτερα το οικόπεδο. Και το αγόρασα. Σε λίγο καιρό αγόρασα και το διπλανό στρέμμα με το ίδιο ποσό. Έχτισα στο ένα στρέμμα. Τ΄ άλλο τόκαμα κήπο και περβόλι».

Αγγινάρες με τσικουδιά και καλή παρέα. Κι αναμνήσεις κυρίως από τα χρόνια της «Αποσπερίδας» και τις αξέχαστες βραδιές με τον καθαρά παρεΐστικο τρόπο διασκέδασης, που τραγουδούσες και χόρευες κι έλεγες τις κουζουλάδες σου στον διπλανό σου. Ένας τρόπος διασκέδασης, που σήμερα σε κέντρα με πάνω από 200-300 άτομα, όπως γινόταν στην «Αποσπερίδα», δύσκολα συμβαίνει.

Αλέκος Πολυχρονάκης: «Αυτά τα γλέντια δεν ξαναγίνονται. Όλο το κέντρο βρισκόταν στο πόδι, όπως παλιότερα, στα γλέντια στα χωριά. Όλοι συμμετείχαν στην διασκέδαση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όλο το κέντρο,200 και 300 άτομα, ήταν μια παρέα. Συχνά οι καρέκλες δεν έφταναν και ο επισκέπτης χρησιμοποιούσε ακόμη και καφάσια, για να καθίσει σε κάποια γωνιά. Δεν ήθελε να φύγει και να χάσει αυτού του είδους την διασκέδαση»

-Σήμερα γίνονται τέτοια γλέντια;

-«Στα χωριά γίνονται, αλλά στις πόλεις και σε μεγάλης χωριτικότητας κέντρα διασκέδασης, δεν νομίζω, ότι μπορεί να γίνει. Είναι αυτό που λέγεται «αλά σούπερ-μάρκετ διασκέδαση». Καμιά σχέση με την παρεΐστικη διασκέδαση».

Η γνώμη σου για την κρητική μουσική του σήμερα;

-Υπάρχουν καλά «παικτάκια», νέοι λυράρηδες. Θάλεγα καλά καλοί νέοι λυράρηδες. Όμως αν ο λυράρης από μικρός δεν ζυμωθεί με την παράδοσή μας, δεν ζήσει την παραδοσιακή ατμόσφαιρα του χωριού και δεν διασκεδάσει κυρίως σε χωριά, όπου διατηρείται ακόμη η ομορφιά της παράδοσης, αν δεν παίξει λύρα και λαγούτο στην πλατεία και στα σοκάκια του χωριού, να ζήσει εκείνη την αυθεντική ατμόσφαιρα, θάχει κάποιο έλλειμμα στην πορεία του. Η κρητική μουσική δεν είναι μόνο να ξέρεις καλά το όργανο, τη λύρα, το λαγούτο, το μαντολίνο, αλλά νάχεις μέσα σου κι εμπειρίες της αληθινής, της αυθεντικής διασκέδασης», όπως γινόταν τον περασμένο αιώνα στα χωριά μας και προπαντός στα ορεινά».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στα «Κρητικά Επίκαιρα», τεύχος Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2014.

(Το 2015 με τον Γρηγόρη Αλυσσανδράκη σε γλέντι του Συλλόγου Κρητών Ελληνικού).

Ακολουθεί άλλη μια συνέντευξη στην Πένυ Βασιλάκη:

Είναι Κυριακή 21 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με τον κύριο Αλέκο Πολυχρονάκη. Βρισκόμαστε στον Άγιο Δημήτριο στο Λαγονήσι, στην Παραλία. Είμαι η Πένυ Βασιλάκη, ερευνήτρια στο Istorima. Και θα ξεκινήσουμε σιγά-σιγά τη συνέντευξή μας. Λοιπόν, να ξεκινήσουμε λέμε με την καταγωγή, την οικογένεια και όλα αυτά.

Α.Π.

Ναι, αμέ. Εγώ είμαι απ’ τους Βώρους Ηρακλείου Κρήτης, στη Μεσσαρά. Οι Βώροι είναι δίπλα στη Φαιστό. Το τονίζω επειδής είναι αρχαιολογικός χώρος. Όσοι δεν τον ξέρουν θα καταλάβουνε. Δίπλα είναι τα Μάταλα, δίπλα είναι η Αγία Γαλήνη και είναι και το αεροδρόμιο του Τυμπακίου, το οποίο είναι σύνορα με το χωριό μου, οι Βώροι. Εκεί γεννήθηκα απ’ το Νικόλα τον Πολυχρονάκη, την Aσημένια τη Βασιλάκη. Ναι, το γένος Βασιλάκη είμαι, το οποίο ήταν απ’ το Πετροκεφάλι. Κι αυτό δίπλα χωριό. Ναι, γεννήθηκα το ’46, μετά από οχτώ παιδιά που είχε ο πατέρας μου πιο μπροστά. Είμαι το ένατο, ναι. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης, κουρέας και γεωργός. Η μάνα μου απαγορευόταν να πάει στα χωράφια. Ήταν η δουλειά της μόνο στο σπίτι, στα παιδιά της. Απαγορευόταν να πάει στο… όπως κάνουν άλλοι που παίρνουν τσι και τσι στέλνουνε στα χωράφια. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι σαν παιδάκι είναι ότι είχα άλλα οχτώ αδέρφια, τα οποία τα εφτά ήτανε αγόρια και μία αδερφούλα είχαμε.

Μετεγκατάσταση στην Αθήνα και τα πρώτα βήματα στη λύρα

Α.Π.

Πώς έμαθα λύρα; Μ’ άρεσε. Και δεν επήγα ούτε σε δάσκαλο ούτε σε κανέναν. Ό,τι άκουγα το τύπωνα μες στον εγκέφαλό μου και το κράταγα. Ακόμα και τώρα, δηλαδή. Ναι. Κι έτσι, αφού είμαστε πολλά αδέρφια δεν μπορούσαμε να σπουδάσουμε όλοι. Μόλις έβγαλα το Δημοτικό, έφυγα και ήρθα στην Αθήνα. Κι έμαθα την τέχνη πλακάς, πλακάς και μαρμαράς. Αλλά, όταν ήμουνα βοηθός, που φτιάχναμε ένα ξενοδοχείο, εγώ έπαιρνα μια σκούπα και πήγαινα στον έκτο όροφο και καθόμουνα μέσα σε μία μπανιέρα και έπαιζα τη σκούπα με ένα ξύλο που είχα εκεί πέρα και τραγουδούσα και ξέρω εγώ αυτά. Είχα τρέλα μ’ αυτά. Ναι, δεν είχα λύρα ακόμα. Α, πέρασε, πέρασε. Μου ‘μεινε το πράμα. Έπαιζα σιγά-σιγά τη λύρα μου. Όχι. Δεν έπαιζα σε γλέντια. Έπαιζα σε παρεΐτσες, κατάλαβες; Τραγουδούσα καλά!

Πρώτες συνεργασίες και δουλειές σε νυχτερινά μαγαζιά

Α.Π.

Λοιπόν, σε κάποια στιγμή είμαι στον Άγιο Νικόλα της Κρήτης. Πήγαμε και φτιάξαμε το ξενοδοχείο το Ελούντα, ένα από τα πρώτα μεγάλα ξενοδοχεία που γίνανε στον Άγιο. Ένα βράδυ λέω εκεί με τα παιδιά — ήμαστε μεγάλη παρέα: «Πάμε μωρέ στο Ηράκλειο, να πάμε σ’ ένα κρητικό μαγαζί». Και πήγαμε στη Ντελίνα. Λοιπόν, εκεί πήγαμε στου Βασίλη του Σκουλά. Η παρέα μου είπε: «Να ανέβει ο Αλέκος να παίξει μια κοντυλιά». Ανέβηκα πάνω, μ’ ανέβασε ο άνθρωπος, ο Βασίλης —καλή του ώρα τ’ ανθρώπου! Έλα που δεν θέλαν μετά να κατέβω οι πελάτες. Λέω — εγώ ντρεπόμουν —, λέω: «Τώρα, ήρθαμε σε…» καταλαβαίνεις τώρα.

Τέλος πάντων, αυτό ήταν μία εμπειρία μου σε πρώτο γλέντι, σε κόσμο πολύ που είδα. Μετά στο στρατό είχα έναν φίλο που υπηρετούσα μαζί. Λεγόταν Σαρρής Ορέστης, ένας απ’ τους καλύτερους χορευτές στην Κρήτη, από ό, τι λένε τα… γραμμένα που λένε. Αυτός είχε την Αρετούσα στο Ηράκλειο, στη λεωφόρο Κνωσσού, ένα από τα καλύτερα μαγαζιά της Κρήτης τότες. Χίλια άτομα μαγαζί. Ναι. Και λέει του Σκορδαλού —έκλεισε τον Σκορδαλό για θερινή σεζόν, γιατί έπαιζε κι ο Σωπασής εκεί και μετά έφυγε. Και πήγε ο Νίκος και μετά έφυγε. Ήταν να πάνε στην Αυστραλία αυτοί— και εμείς κάναμε έναρξη 14 Αυγούστου. Καλοκαίρι τώρα με το Σκορδαλό. Λέω: «Μωρέ τι θα τώρα… Εγώ κοντά στο Σκορδαλό, αν είναι δυνατόν». Eτρελάθηκα. Κούτσα-κούτσα πάω εκεί πέρα. Κάθομαι με τον Σκορδαλό. Άρεσα στον κόσμο. Ο δάσκαλός μου τώρα… Ε, τονε σεβόμουνα τώρα, τι να σου πω; Εγώ τονε λάτρευα τον Σκορδαλό, γιατί μόνο Σκορδαλό άκουγα τότες.

Ε, σιγά-σιγά βγάζαμε τη σεζόν. Πάμε στο χειμερινό, στα Λιοντάρια, στη σημερινή Αρετούσα, στο υπόγειο. Παίζομε το χειμώνα όλον αυτόνε. Μετά φεύγομε πάλι το καλοκαίρι και πάμε στη θερινή Αρετούσα πάνω, στην Κνωσού. Κατά τον Ιούλιο ήρθαν όλοι που είχαν μαγαζιά στην Αθήνα και μου κάναν πρόταση να ανέβω στην Αθήνα. Λέω: «Τι γίνεται εδώ ρε;». Βέβαια, τη δουλειά την άλλη την είχα σταματήσει. Δεν γινόταν γιατί μέχρι τις 07:00 η ώρα δουλεύαμε, το πρωί. Επέλεξα. Ήτανε το «Μεγαλόνησος», ήτανε πολλά μαγαζιά, το «Κονάκι», αυτά όλα. Επέλεξα και πήγα στο Κονάκι. Επήγα στο Κονάκι και κάναμε έναρξη, το οποίο μέσα σ’ ένα χρόνο είχα κατακτήσει ‘γώ την Αθήνα.

Δεν ξέρω, τώρα, σαν παίκτης, σαν άνθρωπος, σαν διασκεδαστής, πώς το αυτό; Είχα αγκαλιάσει όλη τη νεολαία, βέβαια. Εκεί να ‘βλεπες. Όλοι τώρα που περνάς από ‘κει είναι δικηγόροι, είναι γιατροί, είναι… και τι δεν είναι. Όλοι στα πανεπιστήμια, αυτά, όλοι ερχόνταν εκεί. Έκανα στο Κονάκι πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια έπαιζα κάθε χρόνο, χειμώνα. Μετά εσκέφτηκα — γιατί πρέπει να λειτουργεί και ο εγκέφαλος, να πηγαίνει, γιατί είχα και δύο κόρες — με το λυράκι δεν θα μπορούσα να τα σπουδάσω τα παιδιά μου μόνο, εντάξει; Γιατί όταν είσαι σ’ ένα μπάγκο, αν εμπάρεις 100 χιλιάρικα τα 40 θα πάρεις εσύ και τα 60 θα τα πάρουν τα άλλα δυο παιδιά που ‘ναι δίπλα σου. Το κατάλαβες τώρα;

(Με τον Γιάννη Φραγκιαδάκη και τον Μανώλη Λαρετζάκη στην Αποσπερίδα).

Ίδρυση νυχτερινού μαγαζιού. Δισκογραφία και συνεργασία με τα «μεγάλα ονόματα».

Α.Π.

Λοιπόν, λέω: «Τον Πολυχρονάκη δεν θα τον τρώνε άλλοι. Θα τονε φάω εγώ», δηλαδή τσι πλάτες μου. Κι άνοιξα το δικό μου μαγαζί στου Μακρυγιάννη. Το είχα βγάλει «Αποσπερίδα», «από εσπέρας», δηλαδή. Αποσπερίδα, το οποίο αυτό το κράτησα είκοσι χρόνια, γιατί μου το γκρεμίσαν μετά το Μουσείο Ακροπόλεως. Ναι. Λοιπόν, όμορφα, ωραία τα πάντα. Διασκέδασε όλη η νεολαία εκεί. Χαμός γινότανε. Και ποτές δεν έβαλα στον εγκέφαλό μου ότι είμαι εγώ, εγώ που λέμε, κατάλαβες, κι άλλος δεν είναι. Όχι. ήμουνα πάντοτε με όλους τα ίδια. Βέβαια, το μαγαζί ήταν οικογενειακό. Παιδάκια ήθελες, κοπελίτσες ήθελες, ό,τι ήθελες, αντράκια, ξέρω ‘γω. Απαγορεύεται καβγάς μες στο μαγαζί. Τέτοια πράγματα δεν υπήρχανε, κατάλαβες; Τους βγάζαμε όξω, τους διώχναμε αν έκανε κανείς καμιά βλακεία μες στο κέντρο. Όχι εγώ, οι πελάτες οι ίδιοι, ναι. Αυτά είναι.

Μετά έκανα δισκογραφίες. Το ’79 έκανα τον πρώτο μου δίσκο, «Η Μοίρα μού ‘ταζε χαρές». Μετά έγραψα τον άλλο δίσκο, «Αλέκος Πολυχρονάκης Νο 2». Μετά έγραψα τα «Χαρωτινά». Έγραψα «Τα Αγαπημένα Μου». Πολλά, να μην τα πολυλογούμε. Έκανα πάνω από δώδεκα δεκατρείς δισκογραφίες, κι όλα στη Minos. H Minos όταν πήγα και — γιατί εδούλευα και με το Νταλάρα στη μπουάτ τη Διαγώνιο. Με τον Μαρκόπουλο, τον Γιώργο Νταλάρα, τη Βιτάλη την Ελένη, τη Γλυκερία και ένα άλλο παιδί που το λέγανε Δημήτρης Κάτοικος. Αλλά, δεν ξέρω τι έγινε αυτός. Ναι, ήτανε μια πολύ όμορφη εμπειρία, γιατί στο γλέντι μου απάνω εγώ έβαζα και μια ώρα περίπου έντεχνα τραγούδια. Τα ‘χα μάθει τότες που είχανε βγάλει ο Μαρκόπουλος με τον Ξυλούρη, ο Ξαρχάκος, ο Λίνος ο Κόκοτος, αυτοί που είχανε γράψει ό,τι είχανε γράψει. Και με το Μπάμπη τον Γαργανουράκη. Καλός κι ο Μπάμπης. Τον αγάπησα πολύ, τον αγαπώ πολύ, είναι καλό παιδί ο Μπάμπης. Tον Λάκη τον Χαλκιά. Ναι, τότες ήταν τεράστιες φίρμες αυτοί οι ανθρώποι. Φίρμες.

Τι άλλο να σου πω; Να σου πω ότι αυτό που ‘ζησα ‘γώ… Δεν ξέρω. Ήρθε μόνο του, βέβαια, δεν το επίδιωξα. Μόνο του ήρθε. Πολλές συναυλίες πλήρωναν τον Μαρκόπουλο — Ανατολικό Μπλοκ. Βέβαια. Βερολίνο, Ανατολικό Μπλοκ τότε — ναι, Ανατολική Γερμανία, καλά το ‘πα —, ό,τι είχε σχέση με Ρωσία. Πετρούπολη, Σουηδία, Φιλανδία, αυτά όλα τα γυρίσαμε τότες. Ναι. Τα οποία αυτά… Μετά, για γλέντια στην Κρήτη δεν το συζητάμε! Καταρχήν, έπαιζα στην «Αρετούσα» δέκα χρόνια. Μετά έκανα κι ένα ωραίο δικό μου κέντρο στον Άγιο Νικόλα. Ιδιόκτητο ήτανε, εννιακόσια άτομα, το οποίο το έβγαλα «Ξενύχτης», γιατί τότες ο Ξενύχτης ήτανε… Μόλις βγήκε έγινε χαμός κι ακόμα γίνεται συνέχεια. Και το ‘βγαλα Ξενύχτη.

Π.Β.

 Θα μου πεις τη μαντινάδα;

Π.Β.

Βεβαίως, θες να στην πω τώρα;

Ξενύχτη με φωνάζουνε, γιατί γυρίζω βράδυ 

και τραγουδώ τον πόνο μου στση νύχτας το σκοτάδι.

Ξενύχτης κι αν εγίνηκα και τραγουδώ τη νύχτα,

φταίω εγώ που μπλέχτηκα στσ’ αγάπης σου τα δίχτυα.

Η νύχτα είναι όμορφη, γιατί ‘ρχομαι κοντά σου

και τραγουδώ τον πόνο μου ‘πο κάτω από τον οντά σου.

Αυτό… Μετά έγραψα και τη Μάνα, Μια Μάνα Κλαίει στο Γιαλό, με στίχους του Πάνου Φαλάρα. Ναι, αυτό το περιστατικό είναι στου Κουρνά, στον Καβρό που λέμε. Στου Κουρνά από πάνω, στο χωριό μέσα. Είχε ένα παλικάρι κι ανέβαινε και κατέβαινε τον στύλο της ΔΕΗ. Απ’ το μεθύσι που ‘χε… Ένα παλικάρι θεριό, ε; Ωραία. Γλεντήσαμε μέχρι στσι 07:00 το πρωί. Τι κάνει αυτό το φουκαριάρικο; Κατέβηκε στη θάλασσα να πά’ κάνει μπάνιο. Και επειδής ήτανε μεθυσμένο, έκανε μπάνιο και πέθανε. Κι αυτό το περιστατικό το ‘πα του Πάνου του Φαλάρα και μου ‘βγαλε το τραγούδι. Και λέει το τραγούδι:

Μια μάνα κλαίει στο γιαλό, μια μάνα Κρητικιά 

και μαύρος εβασίλεψε ο ήλιος στα Σφακιά.

Της πήραν το λεβέντη της, της πήραν τον αητό 

τα μάτια που σεργιάνιζαν τον κόσμο τον σωστό.

Μια μάνα κλαίει στο γιαλό, μια μάνα Κρητικιά

«Πουλί μου, πες μου εσύ, καλό, πώς είναι η ξενιτιά;»…

Ναι, ήταν πολύ ωραίο τραγούδι αυτό. Κι έχει γίνει και πολύ σουξέ. Τι άλλο θες να σου πω; Έχω τόσα πολλά, τι να σου πω… Η πρώτη αυτοσχέδια λύρα και η έκφραση του απωθημένου στις επόμενες  

Π.Β.

Σιγά-σιγά θα τα λέμε.

Α.Π.

Μπράβο, έτσι!

Π.Β.

Πρώτα απ’ όλα θέλω να μου πεις… Μου είπες ότι από μικρός που ήσουνα σ’ άρεσε, δηλαδή ήταν τέτοια τα ακούσματά σου που κατέληξες ότι θες να ασχοληθείς με τη λύρα. Θέλω να μου πεις την πρώτη σου τη λύρα πώς την απέκτησες. Πώς ήταν; Και μετά πού άκουγες λύρα; 

Α.Π.

Καταρχήν, δεν είχα λύρα. Δεν είχα λεφτά. Πού ‘θελα βρούμε τότες λεφτά; Ένα παγωτό ερχόνταν ο παγωτατζής στο χωριό και γυρίζαμε γύρω-γύρω απ’ το αυτό, το καροτσάκι που έχουνε, και γλύφαμε τα χείλια μας. Αλλά, είχα βρει εγώ το κόλπο. Είχα βρει εγώ το κόλπο. Η μάνα μου είχε κότες και ‘θελα πάρω δυο αυγά. Τα πήγαινα στο παγοπώλη και μου ‘δινε ένα χωνάκι καλά γεμάτο. Του ‘λεγα: «Κουμπάρε, μην το λυπάσαι. Βάλε λίγο-λίγο». Ναι. Και μετά, πολλές φορές δεν έτυχε να ‘χω αυγά και περίμενα τον πισινό της κότας! Ούτε το μισό δεν είχε βγει και το ‘βγαζα γω! Τώρα, φτωχικά χρόνια, μωρέ. Αυτές είναι ωραίες ιστορίες γιατί, όταν είσαι παιδάκι είσαι τόσο αθώο. Δεν ξέρεις τίποτα. Ε, και εντάξει να φας, ξέρω γω ε; Βέβαια!

Και λύρα έκανα από μια χουρμαδιά που ‘χαμε στο χωριό, μια μεγάλη χουρμαδιά, το οποίο είναι, έτσι, λοξό απ’ την αρχή. Αρχινά, έτσι, —πόσο να πούμε;— 15 πόντους, 20 —πόσο είναι; Και πάει και ωπ! Κι είχα κόψει αυτό και είχα βάλει χορδές, αυτό, από ποδήλατα. Είχα πάει στσι Μοίρες, στον Τραχαλάκη που κάνει τα ποδήλατα και πήρα ψιλή, μεσαία και χοντρή. Ξέρεις, τα συρματόσχοινα αυτά. Κι έκανα τη λύρα με ξύλα διάφορα, όπως μπορούσα. Έλα που δεν είχα δοξάρι… Και πετυχαίνω ένα… Εμείς στην Κρήτη τα σερνικά άλογα τα λέμε μπεγίρια. Και πάω που λες και βλέπω ένα μπεγίρι, αλλά ήτανε ήσυχο. Ε, μην φάω καμιά κλωτσά. Θα με σκότωνε. Και πάω, που λες, σιγά-σιγά την ουρίτσα του κι έκοψα ένα μάτσο καλό τρίχες. Και τσ’ έδεσα μ’ ένα συρματάκι απ’ τη μια μπάντα κι απ’ την άλλη. Και τα ‘κανα ένα δοξαράκι. Και μετά πήγαινα απ’ τις αμυγδαλιές που βγάζουνε το ρετσίνι. Οι αμυγδαλιές βγάζουνε ένα ρετσίνι το οποίο ξεραίνεται σιγά-σιγά το καλοκαίρι και γίνεται ολόξερο. Έπαιρνα από κει κι έριχνα στο δοξάρι κι έπαιζα, ό,τι μπορούσα, βέβαια. Ε, αυτά ήτανε η πρώτη μου λύρα, η χειροποίητη! Μετά που έπιασα δουλειά κι όλα αυτά, πήρα μία λυρίτσα πάλι, όχι… Κακολυρίτσα, αλλά ‘ντάξει. Και μετά σιγά-σιγά, και επειδής είχα τόση μανία μετά με τη δουλειά, έβγαζα πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά. Όλο λύρες έκανα για να βγάλω το άχτι μου. Ε, βέβαια. Έκανα στον Σταγάκη δεν θυμάμαι πόσες λύρες — τον μακαρίτη τον Σταγάκη, τον γέρο — μέχρι το απ’ το Χουδέτσι… Πώς τον λένε μωρέ τον άλλο; Έκανα κι εκεί! Πού δεν έκανα, παντού. Λοιπόν, άλλο για λέγε μου, βοήθα!

(Με την Βίκυ Μοσχολιού τον Μπάμπη Γαργανουράκη και τον Θανάση Σκοραδαλό).

Ο Σκορδαλός και το βυζαντινό ηχόχρωμα

Π.Β.

Βοηθάω! Λοιπόν, θέλω να μου πεις τι θυμάσαι από παιδί και μέχρι σήμερα, εγώ θα σου πω — είναι μεγάλη η ιστορία —, από παρέες. Δηλαδή, πώς δημιουργούνταν η παρέα; Ποια ήταν η αφορμή; Πώς γινόντουσαν οι παρέες και τι γίνεται σε μία παρέα; Θέλω να μου δώσεις, έτσι, μία εικόνα της παρέας τύπου. Μου το ‘πες πριν, χρησιμοποίησες έναν ωραίο όρο. 

Α.Π.

Ναι. Εμένα μ’ άρεσε πάντοτε η παρέα, γιατί είχα… Έβλεπα τα αδέρφια μου στο χωριό τότες. Αυτά ‘ταν παλικαράκια, ας πούμε 15, 17, 18, 20, 25, ξέρω ‘γώ, τα οποία κάναν παρέα στο σπίτι μας. Όλα χωριανάκια, ξενοχωριανάκια. Γινόταν… Άλλος έφερνε τα κρασά, άλλος έφερνε… Και γινότανε χαμός. Ναι, και δημιουργούτανε μια ατμόσφαιρα, Παναγία μου! Εγώ θυμάμαι τον Κλάδο το μακαρίτη τον Λεωνίδα, τον Λεωνίδα τον Κλάδο, ο οποίος αυτός για τον άλφα βήτα λόγο έγραψε έναν σκοπό, δυο, μαζί με το… το οποίο μετά ήταν ωραίος λυράρης. Δεν επήγαινε να παίζει σε γλέντια. Και πολλές φορές, επειδής είμαστε κοντά και συγγενείς λίγο από τη γυναίκα του, ερχόνταν και στο σπίτι μας. Έβλεπα ‘γω τον Κλάδο, τον Σαλούστρο το Παντελή με το λαγούτο και δεν ξεκόλλαγα από δίπλα τους. Αυτά μου μείναν όλα. Αλλά, στο χωριό δεν είχαν όλοι τότες πικάπ και τέτοια που… Είχαν εκείνα που ήταν με τη βελόνα, την καρφίτσα, αυτό, απού την βάζανε. Και μετά, όταν τέλειωνε η βελόνα αλλάζανε πάλι το καρφί —καρφί ήτανε— το… μεγάλα δίσκους. Είχανε… Τέσσερις πέντε ανθρώποι στο χωριό είχαν αυτά; Αυτοί οι πλούσιοι, οι πλουσιοπάροχοι, ξέρεις. Ναι, κι εγώ κοπελάκι πήγαινα εγώ παντού. Τι να με βγάλουν όξω; Δεν με βγάζανε! «Καλώς το Αλεξαντράκι» μου λέγανε. Και καθόμουνα εγώ εκεί πέρα κι άκουγα το… Κι ερχόταν, που λες, ο Λεωνίδας εκεί πέρα με τον άλλο τότες. Από κει εγώ μου μείναν όλα με τσι δίσκους. Τότες ήταν κι ο Σκορδαλός που είχε πρωτοβγάλει τα τραγούδια αυτά, τα συρτά. Ήταν κι ο Μουντάκης, ο μακαρίτης ο Μουντάκης. Του Μουντάκη μ’ αρέσανε εκείνα τα κάτι άλλα παράξενα τραγούδια. Δεν μ’ αρέσει τα συρτά που ‘παιζε αυτός, δεν μ’ αρέσανε. Εμένα μ’ άρεσαν του Σκορδαλού, γιατί είχανε… Επειδής μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου στην εκκλησία κι ήμουνα δίπλα στο στασούδι, γιατί ήτανε δεξιός ψάλτης ο πατέρας μου, άκουγα γω τ’ ακούσματα και πολλές φορές του ‘κανα και ισοκράτημα, δηλαδής «Μμμμμ». Κι έλεγε ο πατέρας μου. Λοιπόν, αυτά, αυτό το χρώμα το έχει κι ο Σκορδαλός, γιατί ήταν ψάλτης κι ο Σκορδαλός. Στο Σπήλι στην εκκλησία ήταν ψάλτης. Ναι, το οποίο αυτός ήταν διορισμένος, βέβαια. Και στην Τράπεζα Ελλάδος τον είχανε διορίσει τότες και καλά κάνανε οι ανθρώποι. Ναι, και μ’ άρεσε το βυζαντινό χρώμα. Το χαχαχα, το χοχοχο, τα χαχαχα, δεν τα θέλω εγώ αυτά, το κατάλαβες;

Π.Β.

Για να καταλάβω, έτσι, τη διαφορά, μπορείς, ας πούμε, να μου πεις έναν σκοπό όπως τον έλεγε ο Σκορδαλός, να μου τον τραγουδήσεις;

Α.Π.

Ε, τι να σου πω; Να σου πω… Ας υποθέσουμε. Δηλαδή, αυτός έβαζε τώρα… Επειδής ήτανε ρυθμικός, κανείς χορευτής δεν του ‘φευγε απ’ τον χορό και να τραγουδούσε και μαζί. Οι άλλοι τραγουδούσανε αλλά φεύγαν απ’ τον χορό, απ’ τον ρυθμό. Ο Σκορδαλός τραγουδούσε, γιατί έκανε: «Μόνο εκείνος που αγαπά, αμάν, που αγαπά». Είδες κενό ανάμεσα; «Μόνο εκείνος που αγαπά, μπορεί να το πιστέψει, μπορεί να το πιστέψει». Κατάλαβες; Σου αφήνει περιθώριο να χορεύεις, κατάλαβες; Ναι. Να την τελειώσω τη μαντινάδα; «Ότι τσ’ αγάπης, ότι τσ’ αγάπης ο καημός, αμάν ο καημός». Μετά: «ότι τσ’ αγάπης ο καημός τη σταματάει τη σκέψη, αμάν, τη σταματάει τη σκέψη». Αυτό ήταν το βυζαντινό χρώμα — το κατάλαβες — το οποίο πολλοί… Όσοι τραγουδιστές παλιά είχανε αυτό το βυζαντινό χρώμα… Να, ο Μητσιάς π.χ., ό,τι και να του βαζες αυτουνού του παιδιού να τραγουδήσει το ‘βγαζε ωραίο, γιατί είχε…Ήταν κι αυτός ψάλτης κι είχε το βυζαντινό χρώμα, που λέμε. Βυζάντιο. Άλλο.

Π.Β.

Ωραίο, πολύ ωραίο! Πολύ μ’ άρεσε. Μ’ άρεσε, έτσι, αυτός ο συσχετισμός του τραβήγματος της φωνής και των κενών με τα βήματα των χορευτών.

Σχόλιο για τη μοντέρνα κρητική μουσική

Α.Π.

Ε, βέβαια!

Π.Β.

Βγάζει κέφι!

Α.Π.

Δεν είν’ μόνο το κέφι. Χορεύει ο άλλος! Άσε τώρα. Χαχα, χου, χαχαχα και παίζουνε κάτι σαν… Τι είναι αυτά; Καταρχήν, έχουνε κάνει τη μουσική μας τώρα… Όχι εγγλέζικια, έχουνε πάει κάπου αλλού, έχουνε φύγει. Περάσαν και την Αγγλία. Ουουου πάνε, καλά! Δηλαδή, όταν είσαι νέος καλλιτέχνης τι πάει να πει; Πρέπει να παραβιάζεις τ’ αλλουνού αυτό το έργο που έχει κάνει πριν πενήντα, εξήντα, εβδομήντα χρόνια; Γιατί το παραβιάζεις, ρε μπαγάσα; Να μην το παραβιάζεις! Να το παίζεις. Μαγκιά θα ‘ναι να το παίξεις όπως το παίζει αυτός. Είσαι πιο μάγκας εσύ απ’ τον άλλον που το ‘βγαλε, έτσι; Το κατάλαβες τώρα; Γιατί, δηλαδή, κάνουν μια φράση στη νότα κι αντί να την παίξουνε, να ‘ναι, έτσι, νότα γεμάτη, έτσι, γιαγιαγιαγια κάνουνε; Τι είναι; Ουδεμία ουσία. Είναι τα χαχαχα και τα χουχουχου, που λέμε. Παρακάτω. 

Κρητικά γλέντια και πανηγύρια 

Π.Β.

Μάλιστα. Λοιπόν, ωραία. Εγώ, λοιπόν, ήθελα να ρωτήσω τώρα που μου είπες κι αυτά, ένα γλέντι, ένα γλέντι παραδοσιακό κρητικό, έτσι;

Α.Π.

Ναι, γλέντι ή γάμου;

Π.Β.

Μετά θα πάμε στους γάμους. Θα μου πεις σ’ ένα γλέντι κρητικό τι παιζότανε πιο πολύ, αν γινόντουσαν καβγάδες, αν γινόντουσαν, έτσι, παρέες μετά, στα παλιά τα γλέντια.

Α.Π.

Καταρχήν, τα παλιά τα γλέντια απ’ ό,τι θυμάμαι εγώ ήταν αναλόγως τα χωριά, αναλόγως τσι τόπου στην Κρήτη απάνω, εντάξει; Επήγαινες σε χωριά π.χ. κι αν εγώ, ας το θέσουμε, ήλεγα —δεν θα πω όνομα—, θα πω: «Μπορώ να χορέψω;», σ’ ορισμένα χωριά, στη Σητεία π.χ., μπορούσες να χορέψεις μια κοπελιά, αλλά σε απόσταση όμως, ε; Όχι… Τανγκό που λέγαμε. Αλλού δεν μπορούσες. Γενικά ο Νομός Λασιθίου δεν ήταν τόσο… Δεν παρεξηγούσαν τόσο εύκολα. Τώρα λίγο έχουν αγριέψει, προς τα τώρα. Εάν μπεις, ας υποθέσουμε, σε άλλα χωράφια… Καταρχήν, ένας νεαρός όσο και ν’ αγαπούσε την κοπελιά του δεν μπορούσε… Ήταν δύσκολα να ζητήσει απ’ τον πατέρα της να τηνε χορέψει. Ναι. Ε βέβαια! Τηνε χορεύανε η οικογένεια την κοπελιά, είτε δεσποινιδούλα είτε πιο μεγάλη είτε έτσι. Απ’ την παρέα την χορεύανε. Η άλλη η παρέα δεν είχε καμία δουλειά, το κατάλαβες; Γινόταν και κάνα καβγαδάκι. Εντάξει, αυτά είναι τώρα… Δεν θα πάμε σ’ αυτά, γιατί αυτά έχουνε…

Π.Β.

Εγώ σ’ αυτά θέλω να πάμε, στους καβγάδες. Γιατί γίνεται ένας καβγάς; Αν θυμάσαι εσύ κανέναν καβγά που να…

Α.Π.

Συνήθως, όταν πίνανε οι ανθρώποι και γλεντούσανε, ξεφεύγανε λίγο. Εσύ μου πήρες, ας υποθέσομε, ένα μέτρο χωράφι. Είχε γίνει καβγάς στο χωριό. Και φονικά ακόμα είχανε γίνει, τα οποία εκεί ξεσπούσε τώρα απάνω εκεί, κατάλαβες; Και γινόταν φασαρίες. Ειδικά πολλά γινόταν Αποκόρωνα. Και Μυλοπόταμο είχε πολλά τέτοια, Μυλοπόταμο, δηλαδή Ρέθυμνο. Παλιά, βέβαια, μιλάμε τώρα. Τώρα τελευταία ο κόσμος έχει λίγο μαζευτεί. Δεν… Σπάνια περίπτωση να γίνουνε φασαρίες. Δεν παρεξηγούνε γιατί τα παιδιά έχουν απελευθερωθεί τώρα. Δηλαδή, τα κορίτσια… Π.χ. το βλέπεις ένα κορίτσι 15 χρονών, μόλις… Γιατί μετά τα 15 της με τη θέληση της κοπελιάς ό,τι και να κάνεις δεν διώκεσαι. Πριν τα 15 διώκεσαι. Να το ‘χεις υπόψη σου αυτό. Βέβαια! Λοιπόν, ναι. Τότες ήπρεπε να ήσουνα 18 χρονών και… Χμ! Εδώ πήγαινες και σπούδαζες στο Πανεπιστήμιο και μόλις πήγαινες στο χωριό αν σε πείραζε κανείς γινότανε χαμός. Τώρα οι γυναίκες τα καταφέρανε και «Ποιος είναι αυτός, ίντα δουλειά κάνει;». All right; Λοιπόν, να κεραστούν τα όργανα! Λέγε μου εσύ, περνάμε ωραία και θα σου λέω κι εγώ!

Π.Β.

Ναι. Αυτά για τα γλέντια, λοιπόν. Πώς, λοιπόν, στηνότανε το γλέντι; Εσείς, όταν πηγαίνατε να παίξετε σ’ ένα γλέντι…

Α.Π.

Ε πηγαίναμε, ας υποθέσομε, του Αϊ-Γιαννιού του Ριγολόγου στου Κουρνά, να σου δώσω ένα… 

Π.Β.

Κάν’ το μου εικόνα.

Α.Π.

Ωραία! Αν ήταν, ας υποθέσομε… Περίμενε. Αν ήτανε Σάββατο παίζαμε και Παρασκευή, παραμονή. Παίζαμε το Σάββατο στο πανηγύρι και παίζαμε και την Κυριακή. Αφού ‘ταν Κυριακή ο κόσμος καθότανε. Τριήμερο. Αν ήταν άλλη μέρα παίζαμε διήμερα. Πηγαίνουμε εκεί πέρα, στήναμε τις μικροφωνικές μας, κάναμε πρόβες, έτσι, όλη αυτή. Εν τω μεταξύ, δεν ήταν ταβέρνες. Ένα καφενείο… Π.χ. του Αγαπίνη, να σου δώσω να καταλάβεις, γιατί τον αγαπούσα πάρα πολύ. Είχε ένα καφενείο το οποίο έστηνε το γλέντι, το πανηγύρι αυτό. Και πήγαινε και ψώνιζε, ας υποθέσομε, 1000 κιλά κρέατα. Ξέρω ‘γώ πόσα παίρνανε; Κατάλαβες; Αν συμβεί κάτι αυτός τι θα τα κάνει τα κρέατα; Πάει, καταστράφηκε. Λοιπόν, κι έτσι γινότανε. Και έχουμε παίξει και στου παιδιού που είπα προηγουμένως που πνίγηκε. Το θάψανε και το βράδυ πεθαίνει κι ένας γιατρός. Και κάνει συμβούλιο όλο το χωριό, γιατί ‘τανε τρία τέσσερα γλέντια. Είχαν ψωνίσει οι καφετζήδες. Και κάνουνε συμβούλιο όλο το χωριό το γλέντι να συνεχιστεί. Ο πεθαμένος του εκεί κι αυτοί που ζούνε πρέπει… Γιατί θα καταστραφούνε οι καφετζήδες, το κατάλαβες; Αλλά, ερχόταν, όμως, από όλο το… Από Ρέθυμνος ερχότανε, από Χανιά. Ήταν ένα απ’ τα ωραιότερα πανηγύρια εκεί. Αυτό το ‘χω ζήσει, να παίζω και απέναντι, ας υποθέσουμε, ένα χιλιόμετρο —ούτε χιλιόμετρο, 800 μέτρα—ήταν του γιατρού το φέρετρο που λέμε. Ναι κι έτσι… Ναι. Έχει πολλά μυστήρια η δουλειά με τους ανθρώπους που πας, κατάλαβες; Αυτά ήταν εμπειρίες. Το ‘ζησα αυτό πολύ. Έχω να σου πω μωρέ, έχω να σου πω, έχω να σου πω!

Π.Β.

Πες τα! 

Α.Π.

Ντα μπορώ να τα πω, αφού ‘ναι χιλιάδες! 

Παραδοσιακοί κρητικοί γάμοι 

Π.Β.

Κάνε επιλογή! Έτσι, αυτή η ιστορία, ας πούμε, είναι πολύ ωραία. Τέτοιες, έτσι, άλλες ιδιαίτερες ιστορίες;

Α.Π.

Ιδιαίτερες ιστορίες… Συνέχεια ήταν ιδιαίτερες ιστορίες. Δεν υπήρχε καμιά… Ε, ναι. Μες στσι δρόμους ήμουνα συνέχεια, μες στσι δρόμους. Να φύγω τώρα απ’ τα Χανιά και να πάω στη Σητεία να παίξω σ’ ένα γάμο.

Π.Β.

Θες να πάμε στους γάμους, να μου περιγράψεις, αν θυμάσαι, να μου περιγράψεις και πώς γινότανε ο γάμος; Ποια ήταν η θέση των οργάνων στο γάμο, πριν γίνει το γλέντι και στο γλέντι;

Α.Π.

Βέβαια. Εμείς ήμαστε υποχρεωμένοι να πάμε, να πούνε τση νύφης τσι μαντινάδες την ώρα που την ντύνανε, την στολίζανε. Πηγαίναμε στο κρεβάτι και τση παίζαμε τσι μαντινάδες διάφορες. 

Π.Β.

Για πες μου τι μαντινάδες.

Α.Π.

Εντάξει, εκείνη την ώρα αναλόγως πώς έβλεπε ο καθένας. Λοιπόν, όχι. Δεν έλεγα εγώ μόνο. Το λέγανε… Προς τα Βιαννιώτικα ειδικά οι γυναίκες τραγουδούσανε. Αμέ! Εκεί να ‘βλεπες. Κι είχε και κακές τραγουδίστριες, αμάν-αμάν! Αλλά, τέλος πάντων. Ελέγαμε και εμείς. Εντύνανε τη νύφη. Μετά ‘θελα πάμε στου γαμπρού. Εντύνανε το γαμπρό: «Γαμπρέ, τη νύφη ν’ αγαπάς, να μην τηνε μαλώνεις» και πολλά και διάφορα. Του λέγαμε… Πολλά-πολλά. 

Π.Β.

Θυμάμαι μια που έλεγε ο Βρέντζος σ’ ένα γάμο, που ‘λεγε: 

Εκέρδισά τη τη φιλιά και την αγάπη απού ‘χα 

και φαίνεταί μου πως φορώ του βασιλιά του ρούχα. 

Α.Π.

Εντάξει, αυτές είναι… Εκείνη την ώρα, μωρέ, είναι… Εκείνη την ώρα σκέφτεσαι, τοποθετείς διάφορες φράσεις, λέξεις ή φράσεις να ‘χουνε ομοιοκαταληξία. Και λες, ας υποθέσομε… Αλλά, δεν το θυμάσαι μετά.

Π.Β.

Αυτοσχεδιάζεις.

Α.Π.

Ναι. Και λέει… Λέω ‘γω μια, ξέρω… Μ’ άρεσε να την λέω. 

Γαμπρέ… όχι. Σιγά-σιγά.

Π.Β.

Ναι, σιγά-σιγά. Δεν βιαζόμαστε.

Α.Π.

Νύφη μου πλούσια να γενείς, να βάλεις και καπέλο, 

να κάνεις κι έξυπνα παιδιά ωσάν το Βενιζέλο.

Π.Β.

Σούπερ.

Α.Π.

Ωσάν τον Βενιζέλο! Εκεί τώρα δουλεύει ο εγκέφαλος σε διάφορα που με ρωτάς. Τι να σου πω; Να σου πω… Γάμο πήγαινε… Σου λέω ότι μετά πηγαίναμε παίρναμε το… Παλιά παίζαν δυο συγκροτήματα. Το ένα έπαιζε στη νύφη και το άλλο έπαιζε στο γαμπρό. Και στην εκκλησία… Θα πάρω εγώ τώρα το γαμπρό π.χ. απ’ το σπίτι του, ντουκ-ντουκ με τα πόδια να τονε πάω στην εκκλησία. Να η νύφη μετά, με το άλλο συγκρότημα, περπατώντας! Να γίνει η στέψη, να γίνει τ’ αυτά, να τακτοποιηθούν. Εμείς δεν φεύγαμε. Καθόμαστε στο προαύλιο της εκκλησίας στην αυλή γιατί παίζαμε τον πρώτο συρτό να χορέψει το αντρόγυνο. Και τότες πέφτανε και τα λεφτά. Ήτανε κι αυτό. Λοιπόν, εχορεύανε, χορεύανε οι κουμπάροι αναλόγως, χαμός. Απ’ τη μεριά του γαμπρού, απ’ τη μεριά τση νύφης, χορεύαν όλοι μαζί. Και χαρά, χαχαχού, χαχαχά και και και και, κατάλαβες.

Κι ύστερα φεύγαμε εμείς. Είχαμε στήσει το χώρο που θα γινόταν το γλέντι. Αν ήτανε από δυο χωριά έπρεπε να πάει… Π.χ. αν έπαιζα εγώ στη νύφη ή στον γαμπρό, ο γαμπρός εκρατούσε τη νύφη. Αφού την είχε στεφανωθεί ήτανε γυναίκα του. Δεν μπορούσα να την πάρω να την πάω στο χωριό το άλλο. Απαγορευότανε, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, και έπαιζα εγώ στου γαμπρού π.χ. που ήταν εκεί κι αυτά, αλλά έπρεπε να πάει και κάποια στιγμή στο άλλο γλέντι το αντρόγυνο. Και πηγαίνανε εκεί κουμπάροι, στο άλλο το γλέντι, και δώσ’ του ξανά πίσω. Αν ήταν το χωριό 5 χιλιόμετρα, 10, πήγαιναν αυτοί και ξαναρχόνταν πάλι πίσω. Τέτοια πράγματα γινόταν.

Π.Β.

Κι εσείς;

Α.Π.

Εμείς τη δουλειά μας, αφού ο κόσμος ήτανε του γαμπρού στο σπίτι του γαμπρού. Τση νύφης ήτανε στο χωριό τση νύφης. Εκεί γλεντάγανε. Δεν είναι όπως τώρα που πάνε και του… που είναι τα μεγάλα μαγαζιά. Εκεί γινότανε διαφορετικά. Στην πλατεία του χωριού βάζανε μαδέρια με τσιμεντόλιθους και κάνανε καθίσματα και μετά βάζαν και κάνανε τραπεζαρίες. Τρία τέσσερα πέντε μαδέρια, πόσα βάζανε, στρώνανε από πάνω. Και δώσ’ τα πιλάφια, το γαμοπίλαφο και τα βραστά κι αυτά κι αυτά, τα καπρικά που κάνανε στσι φούρνους με τσι πατάτες τσι χοντρές, να! Ε βέβαια!

Π.Β.

Και από χαρίσματα πώς ήταν η διαδικασία;

Α.Π.

Αναλόγως. Εντάξει, αλλού ήτανε φτωχικά, αλλού ήτανε πάρα πολύ πλούσια. Ε ναι, γιατί οι οικογένειες ήτανε… Άμα δεν είχαν και πολλά εισοδήματα κτλ., το άλλο… Εντάξει. Ε βέβαια. Έχει. Έχουνε τύχει πολύ μεγάλοι γάμοι. Έχει πάρα πολλούς. Εγώ έπαιξα μία φορά στην Κάτω Ζάκρο, στη θάλασσα, εκεί. Αρχαία Ζάκρος λέγεται, όχι στο χωριό. Δεν θυμάμαι. Πάνω από 7 εκ. έβγαλα; Ναι, κάπως έτσι. Κι είχανε βάλει σανίδες με μαδέρια, ξύλα, κι ήμουνα πάνω στη θάλασσα εγώ. Κι είχαν βάλει άλλα μαδέρια και κατεβαίναν και χορεύανε. Και ανεβαίναν τα μαδέρια πάνω και ρίχνανε και δωσ’ του και κατεβαίνανε και γινόταν χαμός. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα κλείσει παζάρι 2,5 εκ. Και τελειώσαν τώρα και μου λένε: «Αλέκο, τι χρωστούμε;». Λέω: «Το παζάρι». Και ζητώ από κει από έναν καφετζή ένα φακελάκι: «Έχετε κάνα φακελάκι;». Και μου το ‘φερε. Και πιάνω και βάζω τα λεφτά μέσα. Τα πήρα στο χέρι μου και τα βάζω τα λεφτά μέσα στο φακελάκι. Και μετά του λέω: «Γαμπρέ και νύφη, πάρτε να πάτε ένα ταξίδι». Δεν τα πήρα αυτά τα λεφτά. Το ‘χω κάνει πολλές φορές εγώ αυτό. Αυτό ‘ναι αχαριστία μετά. Αυτό ήταν όμως ένα… Δεν το έχω κάνει μόνο σε ένα αντρόγυνο. Σε πολλούς το ‘χω κάνει, σε πάρα πολλούς, γιατί αυτή η χειρονομία… Ποτές όταν σου δίνει, όταν πας σε μια τέτοια περίπτωση… Πες ότι ‘χουμε συμφωνήσει να μου δώσεις ένα 1 εκ., δραχμές τότες έτσι; Ωραία! Μην κάνεις τη χειρονομία να πιάσεις να τα μετρήσεις μπροστά στους άλλους αν ειν’ σωστά. Όσοι το κάνανε δεν ξαναπήγανε. Αυτό να το ξέρεις. Δεν ξαναπήγανε, λένε «Φτου! Ενώ έβγαλες 5 εκατομμύρια χαρτούρα…». Το κατάλαβες; Έχουμε πολλά, πολλά, μωρέ Πένυ, έχουμε πολλά να… Έχει το πρόγραμμα… Έχει ιστορίες τεράστιες. Άλλο. 

Συνεργασία με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και η μουσική στις μπουάτ

Π.Β.

Ωραία. Λοιπόν, τώρα μια άλλη ερώτηση: Εγώ ήθελα να μου πεις τα τραγούδια που έπαιζες στην Κρήτη σ’ ένα μαγαζί με τα τραγούδια που έπαιζες σε μια μπουάτ στην Αθήνα και σ’ ένα κέντρο στο Ανατολικό Μπλοκ, που μου είπες, ήτανε τα ίδια;

Α.Π.

Με τον Μαρκόπουλο ήτανε τα έντεχνα τραγούδια, τα έντεχνα τραγούδια. Είναι πολλά. Τα Μαλαματένια Λόγια, Μπήκαν στην Πόλη οι οχθροί… Τέτοια πράγματα. Ό,τι είχε σχέση με Μαρκόπουλο. Καταρχήν, παίζω γω στο Ferryman. Έχεις ακούσει το Ferryman; Βγήκε πρώτο στην Ευρώπη που έγινε φεστιβάλ στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Και πήρε ο Μαρκόπουλος ο Γιάννης το πρώτο βραβείο. Το Ferryman, Ποιος Πληρώνει το Βαρκάρη. Κι εγώ κάνω φράσεις μέσα με τη λύρα, κατάλαβες; Κι είναι η μουσική έτσι: «ντιριραν, μπαμπαμπαμ, ταριραμ…». Μετά κάνω: «εε, εεε, εεεεμ, ντακ ντουκ ντακ». Και μπαίνει μετά το σαντούρι, «ντιριραν ντιριρι». Μόσχος, Αριστείδης Μόσχος ήτανε τότε. Την ίδια φράση κάνει το σαντούρι. Μετά μπαίνει το μπουζούκι και κάνει την ίδια φράση. Μετά μπαίνει το κλαρίνο. Ένα ωραίο πράγμα, ένα ωραίο σύνολο, που έγινε χαμός τότε στο Λονδίνο. Πήρε το πρώτο βραβείο ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος, που είναι απ’ τους καλύτερους μουσικούς που έχουμε, αυτό να το ξέρετε. Κι είναι και λάτρης, αγαπάει πάρα πολύ την Κρήτη. Αυτός έχει γεννηθεί στην Ιεράπετρα, αλλά ο πατέρας του ήτανε… Στο Γυμνάσιο ήτανε… Όχι, Γυμνάσιο ή… Κάπου ήταν μεγάλος. Δηλαδή ήτανε, να το πούμε —πώς λένε τους Γυμνασιάρχες, πώς λέγεται;

Π.Β.

Λυκειάρχης; Διευθυντής;

Α.Π.

Όχι. Μιλάμε, αυτός όριζε τους άλλους, που λέμε.

Π.Β.

Επιθεωρητής;

Α.Π.

Κάπως έτσι. Τώρα, σε αστυνομική, σε εισαγγελική ιστορία ήτανε ή σε δασκαλική ήτανε; Δεν θυμάμαι. Αυτά μου τα ‘λεγε ο Γιάννης ο Μαρκόπουλος, μου τα ‘λεγε, ναι. Πέρασα και μ’ αυτόν ωραία. Ωραία εμπειρία! Τον ευχαριστώ κιόλας για την εμπιστοσύνη που μου ‘δειξε. Αυτοδίδακτος κι όμως του άρεσε. Καθόμαστε και παίζαμε. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο πιάνο, εγώ στη λύρα μου κι ο Τάσος ο Χαλκιάς, ο Γερολούκας που λέγαμε —αυτός έχει πεθάνει τώρα—, του Λάκη ο πατέρας του Χαλκιά. Αν άκουγες αυτά τα τρία όργανα να παίζουνε μαζί, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Ωσάν το μέλι, μέλι, βασιλικό μέλι. Καταλαβαίνεις; Λόγω τιμής, τέτοια πράγματα. Ε, βέβαια. Ζήσαμε πολλά, πολλά, πολλά, πολλά τέτοια πράγματα.

Π.Β.

Οπότε στην Κρήτη τα κρητικά, με τον Μαρκόπουλο και στις μπουάτ…

Α.Π.

Ναι. Αλλά, είχα και το κέντρο μου. Εγώ έπαιζα και στο κρητικό κέντρο, αλλά πήγαινα και στην μπουάτ, γιατί κάναμε 45 λεπτά πρόγραμμα εμείς στη Διαγώνιο.

Π.Β.

Κι εκεί τι παίζατε πάλι; Του Μαρκόπουλου;

Α.Π.

Ε, παίζαμε. Μετά έβαζα ένα ωραίο εγώ, μετά την ώρα που ανεβαίνανε. Έπιανα ένα ωραίο σε στυλ πεντοζάλι, αλλά του ‘κανα εγώ δικά μου κόλπα μέσα. Το οποίο παίζαν κι όλη η ορχήστρα κι ήταν σαν το μέλι. Μόλις ανέβαινα πάνω, επειδής στο περπάτημα λίγο πολύ μοιάζω με τον Γιώργο Νταλάρα, έτσι πορπατεί κι αυτός… Και μόλις ανέβαινα —ήταν τα φωτά σβηστά, δεν ήταν ακόμη οι προβολείς αναμμένοι— πλακώναν το χειροκρότημα. Γινόταν χαμός. Με το που έκανα έτσι λίγο ντακ τουρουρού τη λύρα, να το κανόνι ο προβολέας. Και γινότανε χαμός. Εντάξει μωρέ, ψαχνόμαστε ρε. Κάναμε ωραία πράγματα. Ήταν τότες κι η νεολαία διαφορετικιά ρε παιδιά. Είχα… Μετά τη Χούντα, ξέρεις, αυτά. Και ξέρεις… Όπως είναι εδά ο διάολος ο κορωνιός δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Φαντάσου όταν θα ελευθερωθούμε απ’ αυτό το πράγμα που είναι τι θα γίνεται. Θα ξεσπάσουν όλοι! Κατάλαβες; Έτσι ήτανε και τότες. Περάσαν αυτά.

Η άποψη του αφηγητή για την κρητική μουσική σήμερα και το πάλαι ποτέ αποκριάτικο Ηράκλειο.

Π.Β.

Μ’ άρεσε σύνδεση, γιατί η επόμενη ερώτηση που ήθελα να σου κάνω είναι ποια είναι η γνώμη σου για τους σημερινούς τους καλλιτέχνες. 

Α.Π.

Έχει πάρα πολλά καλά παιδιά. Δεν μιλάμε σαν χαρακτήρες, σαν όργανα μιλάμε τώρα. Και σαν χαρακτήρες έχει πολύ συνεσταλμένα παιδιά και καλά παιδιά τώρα. Ορισμένα παιδιά ακολουθούν πάρα πολύ ωραία, πιστά τις… ό,τι έχει σχέση με μουσική της Κρήτης. Αλλά, έχει ορισμένους που τα κάνουνε μπάχαλο. Καταρχήν, έχουνε βάλει ένα σωρό όργανα μέσα, το οποίο δεν… Είναι σαν τα νησιώτικα, το νησιώτικο το, ξέρω ‘γω, με ένα νησιώτικο λαγούτο που λέμε και μια κιθαρούλα. Αλλά, παλιά δεν είχε… Ούτε κιθάρα δεν είχε. Όπως κι εμείς δεν είχαμε κιθάρα. Την κιθάρα εγώ την έβαλα στα κρητικά. Ναι, αλλά η κιθάρα η κλασσικιά κιθάρα. Όχι ηλεκτρικές και τέτοια και αυτά. Εγώ την έβαλα στα κρητικά, γιατί κάναμε συνεργασία με τον Μπάμπη τον Γαργανουράκη στο Ηράκλειο, στην Αρετούσα, πέντε χρόνια. Ήμαστε κάθε καλοκαίρι μαζί. Εκάναμε και με το μακαρίτη το Νίκο τον Ξυλούρη, με τη Βίσση, ναι τότες. Κάναμε, ντάξει, αλλά είδα… Ας υποθέσομε ότι… Έλεγα του λαγούτου: «Πιάσε μου αυτόν τον τόνο» και μου ‘κανε έτσι. Η κιθάρα τι έχει; Έχει ακόρντα, ακόρντα, διάφορα ακόρντα, το οποίο τα ‘χει και το λαούτο. Αλλά, δεν τα μαθαίνανε γιατί δεν πήγανε ωδείο κανένας, κατάλαβες; Το οποίο βλέποντας την κιθάρα με τ’ ακόρντα αυτά, το ένα, σιγά-σιγά τα λαούτα που έπαιζα εγώ τα πιάνανε. Και έβλεπα, ας υποθέσομε, έδενε ο λαιμός που τραγουδούσε, έδενε η λύρα, όλα, γινόταν μια ωραία μάζα. Ναι. Κι έτσι εκαθιερώθηκε κι η κιθάρα μετά. Ναι.

Π.Β.

Ενώ σήμερα;

Α.Π.

Σήμερα βάζουνε ίντα θες να βάλουνε! Βάζουνε ντενεκέδες, ό,τι θες. Όπου να ‘ναι θα βάλουνε και γαζοντενεκέδες που βάζαμε το λάδι. Θα βάλουνε και από αυτούς, μη φοβάσαι. Ντάκα ντούκα θα στο κάνουνε. Τέλος πάντων. 

Π.Β.

Καντάδες γίνονταν; Γιατί λένε ότι στο Ηράκλειο δε γίνονταν πολλές καντάδες.

Α.Π.

Ναι, γινόντανε. Εγώ ακόμα, βέβαια, δεν είχα βγει. Το Ηράκλειο ήτανε πολύ όμορφη πόλη, το οποίο… Ειδικά τις αποκριές. Τις αποκριές στο Ηράκλειο μια εβδομάδα γινόταν χαμός. Κι όχι βρωμιές και τέτοια. Δηλαδή, εγώ τώρα είχα ένα μπουκάλι αυτό που είναι σαν το Azax, έτσι δεν είναι; Το ‘σφιγγα. Είχε μέσα άρωμα —βεντάλια—, είχε μέσα διάφορα, μέσα σε οινόπνευμα. Τα φτιάχνανε, ντακ! και το πετάγανε ο ένας στον άλλο. Ή στσι κοπελιές που τσι πετούσαμε, ας υποθέσομε, Δεν πετάγαμε εκεί… Μύριζε, ας υποθέσομε, το εκείνο, τη βεντάλια, εκείνο το… διάφορα αρώματα. Μετά, είχανε τα ρόπαλα, είχανε αυτά —πώς τα λέγανε μωρέ; που κάνανε τουκουτουκουτού. Ναι. Έτσι μωρέ, όμορφα. Και δωσ’ του πάνω-κάτω από πιο χαμηλά από τα Λιοντάρια και μέχρι πάνω, στην πλατεία Ελευθερίας. Πάνω-κάτω, δώσ’ του. Ωραία, ωραία πράγματα. Το Ηράκλειο ήταν πολύ διασκεδαστικό, να το έχεις υπόψη σου. Εγώ ήθελα φύγω απ’ τα Χανιά, να παίξω σε γλέντι και να τελειώσω 05:00 και να φτάνω στο Ηράκλειο 06:30 π.χ. Το Ηράκλειο ήτανε μες στην καλή χαρά. Ανοιχτά όλα και δωσ’ του νεολαία στσι δρόμους.

Ο Γιάννης Φραγκιαδάκης (λαουτιέρης – τραγουδιστής), μας είπε για τον Αλέκο:

(Γιάννης Φραγκιαδάκης – Αλέκος Πολυχρονάκης στην Αμερική).

@2024 – All Right Reserved. Designed and Developed by diadromh.gr

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?