Ένα όχι και τόσο γνωστό παράδειγμα ελέγχου της παράδοσης από την κεντρική κρατική εξουσία, έγινε και το 1955 στην Κρήτη, με στόχο την αποδυνάμωση του βιολιού έναντι της λύρας. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά είναι πραγματικό ιστορικό γεγονός.
Ο κύριος λόγος της παραπάνω απαγόρευσης, που θα παρουσιαστεί παρακάτω, έχει να κάνει με το εθνικιστικό αφήγημα ότι το βιολί δεν θεωρείται ελληνικό μουσικό όργανο και εισήχθη στην Κρήτη από τους Ενετούς, ενώ η λύρα υποτίθεται ότι έχει ελληνική καταγωγή.
Έτσι, η λύρα προτιμήθηκε έναντι του βιολιού, γιατί σαν όργανο είναι γνωστό στην ελλαδική επικράτεια σε διάφορες μορφές του από την αρχαιότητα (που μόνο ως όνομα η κρητική λύρα είναι ίδια με την αρχαία ελληνική λύρα), μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους και έτσι προωθήθηκε ως ανόθευτο εθνικό κρητικό σύμβολο έναντι του νόθου και δυτικοφερμένου βιολιού.
Μπορεί, λοιπόν, η λύρα, σε σχέση με το βιολί να θεωρείται σήμερα το αντιπροσωπευτικό όργανο της Κρήτης, αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
Αυτή η κυρίαρχη άποψη που επικρατεί ακόμα και στις μέρες μας, είναι δημιούργημα μιας εθνικιστικής απαγόρευσης του βιολιού το 1955. Το βιολί συνυπήρχε με την λύρα για πολλούς αιώνες στην Κρήτη.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, όπου και έγινε η απαγόρευση του βιολιού, το βιολί ήταν το πιο δημοφιλές όργανο στην Κρήτη.
Ειδικότερα στη δυτική Κρήτη, τα Χανιά, Λασίθι το ανατολικό τμήμα του Ηρακλείου και ένα μέρος της Μεσσαράς, ήταν πιο διαδεδομένο από την λύρα[1], μέχρι το 1955 όπου ο Σίμων Καράς, λαογράφος, καθηγητής βυζαντινής μουσικής και ερευνητής, ως διευθυντής του προγράμματος της δημοτικής μουσικής στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), εισηγείται και πετυχαίνει, να απαγορεύονται σε βιολιά να αποδίδουν την κρητική μουσική στα ραδιόφωνα.
Η αιτία της παραπάνω διαταγής, είναι ότι το βιολί δεν ήταν αρκετά ελληνικό και δεν άνηκε στην κρητική παράδοση. Οι δίσκοι των ραδιοσταθμών που περιείχαν κρητική μουσική χαρακώθηκαν και επί πλέον σημειώθηκε η ένδειξη «νόθο», ώστε να είναι σίγουρο ότι δεν θα τους παίξει κάποιος μουσικός παραγωγός, έστω κατά λάθος.
Ο Καράς πολύ πριν την απαγόρευση, επιθυμούσε και ήταν υπέρ του ελέγχου του υλικού που θα παιζόταν στους ραδιοσταθμούς.
Φαίνεται πως στο πρόσωπο του Καρά, το κράτος βρήκε ένα σύμμαχο για τον έλεγχο της κρητικής μουσικής.
Βέβαια, δεν γνωρίζουμε με λεπτομέρεια την κάθε πτυχή αυτής της απαγόρευσης, τις προσωπικές κόντρες μεταξύ οργανοπαιχτών και όλα τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο ώστε ο Σίμων Καράς να εκδώσει αυτή την απαγόρευση, αλλά το σίγουρο είναι ότι η απόφαση ακολούθησε την πολιτική του κράτους της περιόδου εκείνης και έτσι, η επίσημη αιτιολογία έχει να κάνει με την ελληνικότητα και στο κατά πόσο το βιολί δεν φάνταζε τόσο παραδοσιακό έναντι της λύρας.
Έτσι, λοιπόν, η παραπάνω απαγορευτική απόφαση, χρονολογικά ακολουθεί παρόμοιες απαγορεύσεις και εθνικές επινοήσεις του ελληνικού κράτους.
Την ίδια εποχή, αλλάζουν μαζικά ονόματα χωριών που μέχρι πρότινος είχαν σλαβική ονομασία, γίνονται οι μαζικές ορκωμοσίες σε σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας, η χορογράφος Δώρα Στράτου καταγράφει χορούς από την ύπαιθρο και αργότερα τους προσαρμόζει και τους ταυτοποιεί αυθαίρετα με παραστάσεις αρχαιοελληνικών αγγείων και από εκεί περνάνε αυτούσιοι στις σχολές ΤΕΦΑΑ, λύκεια ελληνίδων και μορφωτικούς συλλόγους[2].
Με τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι από μεριάς κράτους, υπάρχει μια διαδικασία κατασκευής της «ελληνικότητας» σε εξέλιξη, οπότε η παραπάνω απαγόρευση μπορεί να τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτή την διαδικασία και αποτελεί μέρος ενός μεγάλου σχεδιασμού κατασκευής εθνικής ταυτότητας.
Η απαγορευτική διαταγή αργότερα επεκτείνεται και στην τηλεόραση. Επικυρώνεται το 1961 με την υπ. αριθμ. Α/5519/Γ.Γ.2917/61 και καταλήγει την ίδια χρονιά με την υπ.αριθμ. Α/6213/Γ.Γ.12/10/61.
Η νεώτερη απαγόρευση έγινε το 1967.
Για δεκαετίες από τα κρατικά ραδιόφωνα, τοπικής και εθνικής εμβέλειας, καθώς και αργότερα από την κρατική τηλεόραση, η κρητική μουσική αποδιδόταν μόνο με λύρα και όχι με βιολί.
Η πρώτη φορά μετά την απαγόρευση όπου το κρατικό ραδιόφωνο έπαιξε κρητική μουσική με βιολί ήταν το 1983[3], ενώ επίσημα η απαγόρευση δεν έχει καταργηθεί ποτέ παρ’ όλο που αρκετοί φορείς και μεμονωμένα άτομα έχουν θέσει το ζήτημα της επίσημης κατάργησης της απαγόρευσης στους σύγχρονους διευθυντές προγράμματος της ΕΡΤ, αλλά χωρίς απάντηση[4].
Η απαγόρευση, λοιπόν, επισήμως δεν έχει αρθεί, ακόμα και αν ο Σίμων Καράς, κατά το τέλος της ζωής του, δήλωσε μετανιωμένος για την τότε απόφασή του.
Η απαγόρευση δημιούργησε έχθρες και αντιζηλίες μεταξύ των λαϊκών οργανοπαιχτών και το βιολί έπαψε να έχει το έρεισμα που είχε.
Οι βιολάτορες για δεκαετίες δεν περνούσαν τις εισόδους των στούντιο ηχογράφησης για να γράψουν, οι νέοι οργανοπαίχτες επέλεγαν κυρίως την λύρα, ως όργανο που θα μπορούσε να τους βοηθήσει οικονομικά στο μέλλον, αρκετοί οργανοπαίχτες της λύρας άνοιξαν μουσικές σχολές όπου διδασκόταν η κρητική λύρα με αποτέλεσμα να βγαίνουν από αυτές νέοι οργανοπαίχτες και έτσι μια παράδοση αιώνων, διαταράχτηκε από την πολιτική παρέμβαση και τις εθνικιστικές απόψεις, που έψαχναν «ελληνικότητες» και «αυθεντικότητες» διαμορφώνοντας μια ψευδή εικόνα, στο πεδίο της λαϊκής παράδοσης, που διαμορφώνεται και προχωρά ελεύθερα, με βάση τους ανθρώπους που εκφράζονται απ’ αυτήν.
Μια επινοημένη παράδοση που πλέον είναι πραγματικότητα
Ακόμα και σήμερα, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση παρουσιάζει την λύρα ως κύριο όργανο της Κρήτης αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό το βιολί.
Αυτό δεν γίνεται προφανώς λόγω της απαγόρευσης, αλλά επειδή εξ αιτίας της απαγόρευσης δύο γενιές Κρητών μεγάλωσαν ακούγοντας κρητική μουσική κυρίως με λύρα.
Επίσης, όταν μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο υπήρξε μια άνοδος στις δισκογραφικές εταιρίες, αυτή συνέπεσε με την απαγόρευση, οπότε το βιολί απουσίαζε σε αυτούς τους δίσκους.
Εξ αιτίας της απαγόρευσης, δεν καταγράφηκαν βιολάτορες της Κρήτης και ο τρόπος παιξίματος τους, αφήνοντας την έρευνα πάνω στο κρητικό βιολί λειψή.
Αντί μια παράδοση αιώνων να εξελιχθεί ελεύθερα, σύμφωνα με την αισθητική και τις ανάγκες των επιμέρους κοινοτήτων που εκφράζονται μέσα από αυτή, η κρατική εξουσία κατέστειλε μια πορεία αιώνων, επιβάλλοντας την δικιά της αισθητική, σύμφωνα με το εθνικιστικό αφήγημα της εποχής.
Έτσι, λοιπόν, μια απαγόρευση που μπορεί στις μέρες μας πλέον να μην έχει καμμία ισχύ, παρ’ όλο που επίσημα ακόμα δεν έχει καταργηθεί, έχει διαμορφώσει μια κατασκευασμένη εικόνα πάνω στην λαϊκή παράδοση της Κρήτης.
Οι πολιτικές επιλογές και οι επιδιώξεις του κράτους για την κατασκευή μιας εθνο-τοπικής ταυτότητας με πρωτεργάτη τον Σίμωνα Καρά, δημιούργησαν μια κατασκευασμένη παράδοση στην Κρήτη που λανθασμένα πλέον θεωρείται φυσική και in situ.
Επειδή, όπου υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει ελεύθερη εξέλιξη της κουλτούρας και των συνηθειών των ανθρώπων, αλλά καθοδήγηση και κατασκευή.